- κοινωνιστής
- οπαλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε αντί τού όρου σοσιαλιστής*.[ΕΤΥΜΟΛ. Κοινωνιστής (αντί τού ορθτ. *κοινωνικ-ιστής ως απόδοση τού γαλλ. social-iste) < θ. κοινων- τού κοινων-ικός + κατάλ. -ιστής, πρβλ. μαρξ-ιστής, υπαρξ-ιστής].
Dictionary of Greek. 2013.